- εκθρονισμός
- οη εκθρόνιση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκθρόνιση — η και εκθρονισμός, ο ακούσια ή βίαιη απομάκρυνση ηγεμόνα ή αρχιερέα από τον θρόνο … Dictionary of Greek